φρουμάζω

φρουμάζω
(αόρ. φρούμαξα) αμετ. см. φρυάζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "φρουμάζω" в других словарях:

  • φρουμάζω — και φουρμάζω βλ. φριμάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρουμάζω — Ν βλ. φριμάζω …   Dictionary of Greek

  • καταχρεμετίζω — (Μ) (επιτ. τ. τού χρεμετίζω) χλιμιντρίζω, φρουμάζω …   Dictionary of Greek

  • στενάχω — Α (ποιητ. τ.) 1. στεναχίζω* 2. (για στοά) αντηχώ («στοᾱς στεναχούσης, σιτίων, μετρουμένων», Αριστοφ.) 3. (μτβ.) οδύρομαι, κλαίω για κάτι («τὸ παρὸν... πήμα στενάχω», Αισχύλ.) 4. μτφ. (για χείμαρρο) κάνω πάταγο, κροτώ 5. (το μέσ.) στενάχομαι (για… …   Dictionary of Greek

  • φριμάζω — και φρυμάζω και φρουμάζω και φουρμάζω Ν 1. (ιδίως για άλογα) φυσώ δυνατά με τα ρουθούνια από ανυπομονησία ή από οργασμό 2. μτφ. (για πρόσ.) καταλαμβάνομαι από οργή, εξοργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φριμάσσομαι, κατά τα ρ. σε άζω] …   Dictionary of Greek

  • φρυάσσω — και φρυάττω ΝΜΑ, και φρυάζω Ν (μσν. αρχ. και μέσ. φρυάσσομαι και φρυάττομαι) (για άλογο) φριμάζω, φρουμάζω νεοελλ. (για πρόσ.) καταλαμβάνομαι από μανιώδη οργή («φρύαξε από το κακό του») μσν. αρχ. (ενεργ. και μέσ.) (για πρόσ.) περηφανεύομαι,… …   Dictionary of Greek

  • φριμάζω — φρίμαξα, και φρουμάζω φρούμαξα, και φουρμάζω φούρμαξα, αμτβ. (για άλογα ή άλλα ζώα), φυσώ δυνατά με τα ρουθούνια από ανυπομονησία ή οργασμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»